Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεύδω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπεύδω [spévδo] Ρ αόρ. έσπευσα, απαρέμφ. σπεύσει : 1. πηγαίνω κάπου με βιασύνη: Mόλις έγιναν γνωστές οι ταραχές ο πρωθυπουργός έσπευσε στη Θεσσαλονίκη. 2α. ενεργώ με ταχύτητα, κινούμαι δραστήρια: Πρέπει να σπεύσεις, πριν περάσει η προθεσμία. Έσπευσαν σε βοήθεια των τραυματιών. ΦΡ σπεύδε βραδέως*. β. επιχειρώ να κάνω κτ. με βιασύνη: Σπεύδει πάντα να απαντήσει πρώτος. Mη σπεύδεις να βγάζεις συμπεράσματα. Έσπευσε να παντρευτεί, βιάστηκε. || Έσπευσαν να τακτοποιήσουν τους δικούς τους σε μια καλή δουλειά, παρακάμπτοντας συνήθ. τη νόμιμη διαδικασία.

[λόγ. < αρχ. σπεύδω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες