Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπεσιαλιτέ η [spesialité] Ο (άκλ.) : έδεσμα ή γλυκό του οποίου ο τρόπος παρασκευής είναι αποκλειστικότητα κάποιου, στου οποίου την παρασκευή είναι κάποιος ειδικευμένος: ~ μου είναι τα ντολμαδάκια. Nόστιμες ~. Δοκιμάστε τη ~ του μαγαζιού μας.
[λόγ. < γαλλ. spécialité]