Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπερμολόγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπερμολόγος ο [spermolóγos] Ο18 θηλ. σπερμολόγος [spermolóγos] Ο35 : αυτός που διαδίδει κακόβουλες φήμες.

[λόγ. < ελνστ. σπερμολόγος, αρχ. σημ.: `πουλί που τσιμπολογάει σπόρους΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες