Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπερμολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπερμολογώ [spermoloγó] Ρ10.9α : διαδίδω κακόβουλες φήμες.

[λόγ. < ελνστ. σπερμολογῶ, αρχ. σημ.: `τσιμπολογάω σπόρους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες