Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεράντζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπεράντζα η [sperándza] & σπεράντσα η [sperántsa] Ο25α : (ναυτ.) μεγάλη και βαριά άγκυρα πλοίου, που ποντίζεται σε έσχατη μόνο ανάγκη.

[ιταλ. ancora della speranza και αφομ. ηχηρ. [ts > dz] από επίδρ. του [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες