Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπεκουλάρω [spekuláro] Ρ6α : 1. (παρωχ.) επιδιώκω υπερβολικό κέρδος· κερδοσκοπώ. 2. (προφ.) επιχειρώ να εκμεταλλευτώ ή εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία για να προπαγανδίσω την άποψή μου, συνήθ. στη διάρκεια μιας συζήτησης. || Όσοι δε λογαριάζουν το λαό σπεκουλάρουν ανεύθυνα πά νω στις ευαισθησίες του, τις εκμεταλλεύονται στηριζόμενοι σε αυτές.
[ιταλ. specular(e) -ω]