Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπειροειδής -ής -ές [spiroiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σπείρας 1, που έχει περιελιχθεί έτσι ώστε να σχηματίζει σπείρες: ~ γραμμή / κίνηση. Σπειροειδές ελατήριο.
σπειροειδώς ΕΠIΡΡ ακολουθώντας μια νοητή καμπύλη που έχει σχήμα σπείρας· κατά το σχήμα της σπείρας 1: Tυλίγεται ~. Ο καπνός ανέβαινε ~. [λόγ. < ελνστ. σπειροειδής· λόγ. < ελνστ. σπειροειδῶς]