Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπείρωμα το [spíroma] Ο49 : 1. (τεχν.) η ελικοειδής αυλάκωση που περιβάλλει το σώμα ενός κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια ενός περικοχλίου: Aριστερόστροφα / δεξιόστροφα σπειρώματα. 2. για ό,τι έχει περιτυλιχθεί, γύρω από ένα νοητό ή πραγματικό σημείο, κατά το σχήμα σπείρας.
[λόγ. < αρχ. σπειρ(οῦμαι) `κουλιουριάζομαι΄ -ωμα]