Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπατουλάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπατουλάρω [spatuláro] -ομαι Ρ6 : επεξεργάζομαι κάποια επιφάνεια, για να καλύψω ατέλειές της ή να την κάνω κατάλληλη να δεχτεί χρώμα, απλώνοντας επάνω της κάποιο ειδικό υλικό με σπάτουλα: Για να πιάσει ομοιόμορφα το χρώμα, σπατουλάρουμε τις ξύλινες επιφάνειες με στόκο.

[βεν. spatular (δες στο σπάτουλα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες