Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπατουλάρω [spatuláro] -ομαι Ρ6 : επεξεργάζομαι κάποια επιφάνεια, για να καλύψω ατέλειές της ή να την κάνω κατάλληλη να δεχτεί χρώμα, απλώνοντας επάνω της κάποιο ειδικό υλικό με σπάτουλα: Για να πιάσει ομοιόμορφα το χρώμα, σπατουλάρουμε τις ξύλινες επιφάνειες με στόκο.
[βεν. spatular -ω (δες στο σπάτουλα)]