Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπατάλη η [spatáli] Ο30 : υπέρμετρη και αλόγιστη, χωρίς σκοπό, δαπάνη· κατανάλωση ή χρήση πράγματος σε ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται. ANT οικονομία, φειδώ: ~ χρήματος. ~ χώρου / χρόνου. ~ δυνάμεων. Kάνω σπατάλες. Περιορίζω τις σπατάλες.
[λόγ.(;) < ελνστ. σπατάλη]