Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαστός -ή -ό [spastós] Ε1 : 1. για πράγμα, κατασκευή από κομμάτια αρθρωμένα ή συναρμολογημένα μεταξύ τους έτσι, ώστε να μπορούν να αλλάζουν θέση, να συμπτύσσονται ή να απλώνονται, ανάλογα με τη χρήση τους: Λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα. Σπαστό μπαστούνι. Tραπέζι με σπαστά πόδια για να μεταφέρεται εύκολα. 2. (μτφ.) που γίνεται με διακοπές και επαναλήψεις: Σπαστή απεργία. Σπαστή άδεια. Σπαστό ωράριο εργασίας. ANT συνεχόμενος. 3. για την προφορά με την οποία μιλιέται μια γλώσσα από αλλόγλωσο· σπασμένος5.
σπαστά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 3: Mιλούσε ελληνικά αλλά λίγο ~. [λόγ. σπασ- (σπάζω) -τός μτφρδ. αγγλ. broken]