Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπασμός ο [spazmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσια, βίαιη και μικρής διάρκειας συστολή των μυών του σώματος: Mερικοί / καθολικοί σπασμοί. Επώδυνος ~.

[λόγ. < αρχ. σπασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες