Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπασμωδικός -ή -ό [spazmoδikós] Ε1 : 1. (ιατρ.) που συνοδεύεται ή χαρακτηρίζεται από σπασμό: ~ βήχας. 2α. που μοιάζει, έχει τα χαρακτηριστικά, τη μορφή σπασμού: Σπασμωδικές κινήσεις / χειρονομίες. β. (μτφ.) για ενέργειες που γίνονται κάπως απότομα και βίαια, βιαστικά, χωρίς προετοιμασία, έλεγχο ή μέθοδο: Σπασμωδικές, αντιεπιστημονικές και ασύμφορες θεωρούν οι ειδικοί τις προτεινόμενες λύσεις. Σπασμωδικές αντιδράσεις. Σπασμωδικές εκδηλώσεις οργής. Σπασμωδικές προσπάθειες. Σπασμωδικά μέτρα.
σπασμωδικά & (λόγ.) σπασμωδικώς ΕΠIΡΡ (συνήθ. στη σημ. 2): Aνοιγόκλεινε ~ τα μάτια του. Aντέδρασε ~. [λόγ. < αγγλ. spasmodic (ή μέσω του γαλλ. spasmodique) < αρχ. σπασμώδ(ης) (ίδ. σημ.) -ic = -ικός· λόγ. σπασμωδικ(ός) -ώς]