Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπασμένος -η -ο [spazménos] Ε3 μππ. του σπάζω : 1. που έχει σπάσει, που έχει χωριστεί σε κομμάτια: Σπασμένο βάζο / ποτήρι / τζάμι. Σπασμέ νο δόντι / κεφάλι. (έκφρ.) πληρώνω τα σπασμένα, υφίσταμαι τις συνέπειες αποτυχίας άλλου: Δε θα πληρώσω εγώ τα σπασμένα σου· ΣYN έκφρ. πληρώνω τη νύφη. 2α. για μετριασμό έντονης γεύσης ή έντονου χρώματος: Σπασμένο μαύρο. β. για μείωση, ελάττωση: Σπασμένο κρύο / κίνηση. Σπασμένες τιμές. Σπασμένα νούμερα*. 3. που έχει γεράσει γρήγορα ή απότομα: Σπασμένη γυναίκα. 4α. για νεύρα που από δοκιμασία είναι εξασθενημένα: Tα νεύρα του είναι σπασμένα από τις συνεχείς μεταθέσεις. β. (για πρόσ.) που είναι εκνευρισμένος: Δεν έχω διάθεση για σινεμά, είμαι ~. 5. για την προφορά με την οποία μιλιέται μια γλώσσα από αλλόγλωσο· σπαστός3: Mιλάει τα ελληνικά με κάπως σπασμένη προφορά, ξενική. Προσπάθησε να συνεννοηθεί με τα λίγα σπασμένα αγγλικά που μιλούσε.
σπασμένα ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 5: Ήξερε καλά τη γλώσσα μας αλλά τη μιλούσε λίγο ~. [μππ. του σπάζω (5: λόγ. σημδ. αγγλ. broken)]