Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρτιάτικος -η -ο [spartiátikos] Ε5 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη σύγχρονη Σπάρτη και στους Σπαρτιάτες· σπαρτιατικός3: Σπαρτιάτικα δημοτικά τραγούδια. 2. (μτφ.) ανάλογος προς τον παροιμιώδη λιτοδίαιτο χαρακτήρα των αρχαίων Σπαρτιατών: Σπαρτιάτικο γεύμα, λιτό, φτωχό και πρόχειρο.
σπαρτιάτικα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2, λιτοδίαιτα: Zω ~. (έκφρ.) την περνώ ~, τρώω ελάχιστα και πρόχειρα ή, γενικά ζω με αυστηρή λιτότητα και στερούμενος καθημερινές ευκολίες και απολαύσεις. [σπαρτιατ(ικός) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρτιατικός -ή -ό [spartiatikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία Σπάρτη και στους Σπαρτιάτες· λακωνικός: H αρχαία σπαρτιατική κοινωνία. ~ στρατός. Σπαρτιατική πολιτική / νομοθεσία. Σπαρτιατικοί νόμοι. Σπαρτιατικά ήθη. Σπαρτιατική ζωή / πειθαρχία / αυστηρότητα / λιτότητα. 2. (μτφ.) σπαρτιάτικος2. 3. που ανήκει ή που αναφέρεται στη σύγχρονη Σπάρτη και στους Σπαρτιάτες· σπαρτιάτικος1: Σπαρτιατική κοινωνία. ~ σύλλογος. Σπαρτιατική εφημερίδα.
σπαρτιατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. Σπαρτιατικός (< αρχ. Σπαρτιάτης)]