Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρταριστός -ή -ό [spartaristós] Ε1 : I. για ψάρια που μόλις τώρα τα έχουν ψαρέψει και τραβήξει έξω από το νερό, και ακόμα σπαρταρούν, είναι ζωντανά: Φρέσκα, σπαρταριστά ψάρια. || για πολύ φρέσκα ψάρια. II. (μτφ.) α. για περιγραφή, αφήγηση ή, γενικότερα, για οποιουδήποτε είδους αναπαράσταση γεγονότων, που έχει στόχο να μας διασκεδάσει ή να μας ευθυμήσει, και το πετυχαίνει με τη ζωντάνια, τη σπιρτάδα: Σπαρταριστή κωμωδία. Σπαρταριστά ανέκδοτα. Σπαρταριστές ιστορίες / περιγραφές. Σπαρταριστή (θεατρική) παράσταση. || ~ (θεατρικός κτλ.) ρόλος. β. Σπαρταριστό γέλιο, πολύ ζωηρό και εύθυμο.
[σπαραταρισ- (σπαρταρίζω) -τός]