Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαρματσέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρματσέτο το [sparmatséto] & σπερματσέτο το [spermatséto] Ο39 : φωτιστικό κερί· στεατικό κερί, αλειμματοκέρι.

[αντδ. < ιταλ. spermaceti αρσ. εν. που θεωρήθηκε πληθ. *οι σπερματσέτοι > εν. *σπερματσέτος και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. (και με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < μσνλατ. sperma ceti `σπέρμα φάλαινας΄ < αρχ. σπέρμα + αρχ. κῆτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες