Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαραχτικός -ή -ό [sparaxtikós] & σπαρακτικός -ή -ό [sparaktikós] Ε1 : που εκφράζει ένα βαθύτατο συναίσθημα ψυχικού πόνου, θλίψης, με τόσο έντονο τρόπο, ώστε να προκαλεί σπαραγμό: Σπαραχτικοί θρήνοι. Σπαραχτικό μοιρολόι / κλάμα. Σπαρακτικές φωνές ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια.
σπαραχτικά ΕΠIΡΡ: Έκλαιγε ~, με τρόπο σπαραχτικό, με σπαραγμούς. [μσν. σπαρακτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < σπαρακ- (σπαράζω) -τικός· λόγ. < μσν. σπαρακτικός]