Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαραξικάρδιος -α -ο [sparaksikárδios] Ε6 : που προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο, σπαραγμό: Σπαραξικάρδιοι θρήνοι. Σπαραξικάρδιες φωνές / κραυγές / επικλήσεις / παρακλήσεις. || (συνήθ. και ειρ.).
[λόγ. < ελνστ. σπάραξι(ς) `σπάραγμα΄ + καρδί(α) -ος μτφρδ. αγγλ. heart-rending]