Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπανιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπανιότητα η [spaniótita] Ο28 : το να είναι κτ. σπάνιο.

[λόγ. < αρχ. σπανιότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες