Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπανάκι το [spanáki] Ο44 : 1. είδος λαχανικού με πλατιά σκούρα πράσινα φύλλα: Aυγά με ~. ~ βουτύρου. ~ πουρές. Φρέσκο / κατεψυγμένο ~. 2. (προφ. και περιγελαστικά, συνήθ. πληθ.) βρομιά, λέρα στο σώμα μας από απλυσιά.
[μσν. σπανάκι < μσνλατ. spinachium, πληθ. spinachii που θεωρήθηκε εν. (υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) < αραβ. isbānakh (από τα περσ.)]