Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθιά η [spaθxá] Ο24 : χτύπημα με σπαθί: Tου δίνει δυο δυνατές σπαθιές και τον σκοτώνει. || ουλή από τραύμα με σπαθί.
[μσν. σπαθία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < σπαθέα < σπαθ(ίν) -έα > -ιά]