Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαζοκεφαλιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαζοκεφαλιά η [spazokefaá] Ο24 : κάθε είδους μικρό αλλά και αρκετά ιδιόρρυθμο και γι΄ αυτό δύσκολο (δυσεπίλυτο) πρόβλημα ή πνευματικό παιχνίδι: Στην τελευταία σελίδα του περιοδικού υπήρχε πάντοτε ένα σταυρόλεξο, δυο τρία αινίγματα και μερικές άλλες σπαζοκεφαλιές. || (οικ.) για κάθε θέμα που δύσκολα επιλύεται.

[λόγ. σπάζ(ω) -ο- + κεφάλ(ι) -ιά μτφρδ. γαλλ. casse-tête ή γερμ. Kopfzerbrechen]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαζοκεφαλιάζω [spazokefaázo] Ρ2.1α : βασανίζω το μυαλό μου προσπαθώντας να βρω λύση σε δυσεπίλυτο πρόβλημα: Mη σπαζοκεφαλιάζεις άδικα· η απάντηση είναι πιο απλή απ΄ ό,τι νομίζεις. Σπαζοκεφάλια σα, αλλά το βρήκα.

[σπαζοκεφαλ(ιά) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες