Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίθα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπίθα η [spíθa] Ο25 : 1. πυρακτωμένο μόριο ύλης που αποσπάται από ένα φλεγόμενο σώμα: H πυρκαγιά ξεκίνησε από μια μικρή ~. Aπό το αναμμένο τζάκι πετάγονταν σπίθες (φωτιάς). || η μικρή λάμψη που παράγεται από την τριβή ή τη σύγκρουση δύο σωμάτων: Ο τροχός έβγαζε σπίθες. || (μτφ.): Tα μάτια του έβγαζαν / πετούσαν σπίθες από οργή. 2. (μτφ.) α. ό,τι διατηρεί σε ελάχιστο βαθμό τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να αποτελέσουν την αρχή, την αφορμή, για να εκδηλωθεί κτ. σημαντικό: Έσβησαν και οι τελευταίες σπίθες πατριωτισμού. Διατηρούσε μέσα του τη ~ της ελπίδας. H θεϊκιά ~ του καλού που καίει μέσα μας. β. για άνθρωπο ιδιαίτερα εύστροφο: Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ μοναχή. ΦΡ το μυαλό κάποιου βγάζει σπίθες, για άνθρωπο ιδιαίτερα έξυπνο.

[μσν. σπίθα < σπιθ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιθαμή η [spiθamí] Ο29 : η πιθαμή. (έκφρ.) (για τόπο ή χώρο) ~ προς / με ~, και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια: Γνώριζε την περιοχή ~ προς ~. Εξέτασε το έδαφος ~ προς ~. ούτε ~, καθόλου, ούτε ένα ελάχιστο τμήμα: Δε θα παραχωρήσουμε ούτε ~ εθνικού εδάφους. για μια ~ γης, για ένα ελάχιστο κομμάτι γης. άνθρωπος μιας σπιθαμής, πολύ κοντός.

[λόγ. < αρχ. σπιθαμή `άνοιγμα μιας παλάμης΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιθαμιαίος -α -ο [spiθamiéos] Ε4 : μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός ανθρώπου με πολύ μικρό ανάστημα, σε κυριολεκτική και μεταφορική σημασία: Ο ~ δικτάτορας.

[λόγ. < αρχ. σπιθαμιαῖος `με μήκος μία σπιθαμή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες