Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπήλαιο το [spíleo] Ο40 : 1. (λόγ.) σπηλιά. || (γεωλ.) φυσικό υπόγειο κοίλωμα που σχηματίζεται από τη διαβρωτική ενέργεια που ασκεί το νερό του υπεδάφους σε ασβεστολιθικά, ηφαιστειογενή ή κοραλλιογενή πετρώματα: Aνεξερεύνητο ~. Είσοδος / στόμιο ενός σπηλαίου. Tο ~ του Δυρού / των Iωαννίνων / των Πετραλώνων. || Άνθρωπος των σπηλαίων, ο προϊστορικός άνθρωπος κατά την περίοδο που έζησε μέσα στα σπήλαια. 2. (ιατρ.) παθολογικό κοίλωμα σε όργανο του σώματος, ειδικότερα στον πνεύμονα, από φυματίωση ή από άλλη πάθηση.
[λόγ. < αρχ. σπήλαιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπηλαιολογία η [spileolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την εξερεύνηση και τη μελέτη των σπηλαίων, από την άποψη της μορφής, των διαστάσεων, της πανίδας, της χλωρίδας, της κατοίκησης κατά την προϊστορική εποχή κτλ.
[λόγ. < γαλλ. spéléologie < αρχ. σπήλαιο(ν) + -logie = -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπηλαιολογικός -ή -ό [spileolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σπηλαιολογία: ~ χάρτης της Ελλάδας. Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
[λόγ. < γαλλ. spéléologique < spéléolog(ie) = σπηλαιολογ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]