Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπέρμα το [spérma] Ο48 : 1. (βοτ.) σπόρος. 2α. (βιολ.) το υγρό που παράγεται από το γεννητικό σύστημα του αρσενικού του ανθρώπου και των ζώων και που αποτελείται από μια ποικιλία υγρών μέσα στην οποία ζουν τα σπερματοζωάρια: Tράπεζα σπέρματος, όπου, κάτω από ειδικές συνθήκες, διατηρείται ανθρώπινο σπέρμα. Δότης σπέρματος. || τα σπερματοζωάρια, δηλαδή τα αρσενικά γεννητικά κύτταρα. β. τέκνο, απόγονος, κυρίως σε εκφράσεις που λέγονται για να χαρακτηρίσουν άνθρωπο από τη φύση του κακό: ~ εχιδνών. ~ του Σατανά / του διαβόλου. 3. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί το αρχικό στοιχείο από το οποίο γεννιέται κτ. και το οποίο μπορεί να εξελιχθεί: Tα σπέρματα της διαφθοράς / της διχόνοιας / της εγκληματικότητας. Tο ~ της πνευματικής και ηθικής ακμής. (απαρχ.) ΦΡ εν σπέρματι, για ό,τι υπάρχει, αλλά δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί ή διαμορφωθεί πλήρως.
[1, 2: αρχ. σπέρμα· 3: λόγ. < αρχ. σπέρμα]
- σπερματαγωγός -ός -ό [spermataγoγós] Ε16 : (ανατ.) ~ πόρος, η δίοδος διά μέσου της οποίας εξέρχεται το σπέρμα.
[λόγ. σπερματ(ο)- + αγωγός μτφρδ. αγγλ.(;) spermatic duct]
- σπερματέγχυση η [spermaténxisi] Ο33 : (βιολ.) κατά την τεχνητή γονιμοποίηση, η εισαγωγή σπέρματος στον κόλπο της γυναίκας ή του θηλυκού ζώου.
[λόγ. σπερματ(ο)- + έγχυ(σις) -ση]
- σπερματικός -ή -ό [spermatikós] Ε1 : I. (βιολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπέρμα, που έχει σχέση με το σπέρμα, με την παραγωγή ή τη μεταφορά του: Σπερματικό υγρό / πλάσμα. ~ πόρος. Σπερματικά κύττα ρα. II. (φιλοσ.) ~ λόγος, στη στωική φιλοσοφία, οι νόμοι της γένεσης που εκπορεύονται από τη θεότητα και κατευθύνουν τη δημιουργική ενέργεια της ύλης.
[λόγ.: I: αρχ. σπερματικός· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
- σπερματο- [spermato] & σπερματό- [spermató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σπερματ- [spermat], όταν το β' συνθε τικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. σπέρμα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σπερμο-). I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο σπέρμα του άρρενος: σπερματαγωγός, ~γραφία, ~ζωάριο, ~κήλη, ~κυστεοτομία, σπερματόρροια, σπερματούχος· ~τοξίνη. || στο σπερματοζωάριο: σπερματόκεντρο. 2. στο σπόρο, στον πυρήνα του καρπού: ~θήκη. || στον καρπό του φυτού: σπερματοφάγος. II. συχνά εναλλάσσεται με το α' συνθετικό σπερμο-: ~βλάστη και σπερμοβλάστη, ~κύτταρο και σπερμοκύτταρο, ~τοξίνη και σπερμοτοξίνη.
[λόγ. < ελνστ. σπερματ(ο)- θ. σπερματ- του αρχ. ουσ. σπέρμα -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. σπερματο-φάγος `που τρώει σπόρους΄, σπερματ-οῦχος `που περιέχει σπέρμα΄ & διεθ. spermato- < ελνστ. σπερματο-: σπερματο-ζωάριο < γερμ. Spermatozoon]
- σπερματογένεση η [spermatojénesi] & σπερμογένεση η [spermojénesi] Ο33 : (βιολ.) η διαδικασία του σχηματισμού των σπερματοζωαρίων.
[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + γένε(σις) -ση]
- σπερματογονία η [spermatoγonía] & σπερμογονία η [spermoγonía] Ο25 : (βιολ.) η σπερματογένεση.
[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + -γονία]
- σπερματογόνος -ος -ο [spermatoγónos] & σπερμογόνος -ος -ο [spermoγónos] Ε14 : (ανατ.) που παράγει σπέρμα2α: ~ αδένας.
[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + -γόνος]
- σπερματοδόχος -ος / -α -ο [spermatoδóxos] & σπερμοδόχος -ος / -α -ο [spermoδóxos] Ε14 : (ανατ.) που δέχεται ή περικλείει το σπέρμα2α: ~ κύστη.
[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + -δόχος απόδ. αγγλ.(;) seminal cyst]
- σπερματοζωάριο το [spermatozoário] Ο42 : (βιολ.) το αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρο.
[λόγ. < γαλλ. spermatozoaire < spermato- = σπερματο- + αρχ. ζῷ(ον) -άριον (η παραγωγή δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]