Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάτουλα η [spátula] Ο27 : 1. εργαλείο του χεριού από λεπτό και πλατύ έλασμα με λαβή, που συνήθ. το χρησιμοποιούν για να απλώνουν επάνω σε μια επιφάνεια χρωστικές ή άλλες ουσίες: H ~ του μπογιατζή / του ζωγράφου. || ανάλογο εργαλείο της κουζίνας: Ξύλινη ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί υπερβολική κολακεία, γλείψιμο: Άρχισε / έβγαλε πάλι τη ~.
[αντδ. < βεν. spatola ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. *spatula < αρχ. σπάθα (δες στο σπάλα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπατουλάρισμα το [spatulárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα, η ειδική εργασία του σπατουλάρω.
[σπατουλαρισ- (σπατουλάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπατουλαριστός -ή -ό [spatularistós] Ε1 : για τοίχο (ή και άλλη επιφάνεια) που τον έχουν βάψει, αφού πρώτα τον σπατουλάρισαν.
[σπατουλαρισ- (σπατουλάρω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπατουλάρω [spatuláro] -ομαι Ρ6 : επεξεργάζομαι κάποια επιφάνεια, για να καλύψω ατέλειές της ή να την κάνω κατάλληλη να δεχτεί χρώμα, απλώνοντας επάνω της κάποιο ειδικό υλικό με σπάτουλα: Για να πιάσει ομοιόμορφα το χρώμα, σπατουλάρουμε τις ξύλινες επιφάνειες με στόκο.
[βεν. spatular -ω (δες στο σπάτουλα)]