Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάταλος -η -ο [spátalos] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που ξοδεύει, δαπανά ή καταναλώνει κτ. (συνήθ. χρήματα) αλόγιστα και χωρίς σκοπό ή όφελος. ANT φειδωλός, οικονόμος: Σπάταλη γυναίκα. Aνοιχτοχέρης όχι όμως ~. 2. για πράξη κτλ. που γίνεται με σπατάλες: Σπάταλη διαχείριση. Σπάταλη ζωή, άσκοπα πολυέξοδη.
σπάταλα ΕΠIΡΡ με σπατάλη, αφειδώς, χωρίς φει δώ: Zω ~, ξοδεύοντας πολλά και άσκοπα ή αλόγιστα. [ελνστ. σπάταλος]