Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάρτο το [spárto] Ο39 : θάμνος με μακριούς λεπτούς κλώνους και ευωδιαστά κίτρινα άνθη, που τους χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν είδη καλαθοπλεκτικής, σκούπες, σκοινιά κτλ., ή για να κοσμούν δρόμους, φράχτες κτλ.
[αρχ. σπάρτον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρτό το [spartó] Ο38 : 1. χωράφι στο οποίο καλλιεργούνται σιτηρά. 2. (πληθ.) τα σιτηρά.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. σπαρτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρτός -ή -ό [spartós] Ε1 : α. για έκταση γης που τη σπέρνουν, ιδίως με δημητριακά. β. (ως ουσ.) το σπαρτό*.
[αρχ. σπαρτός]