Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάρος 1 ο [spáros] Ο18 : είδος ψαριού με σώμα συμπιεσμένο στα πλάγια, μήκους 12-25 εκατοστών· ζει σε ρηχά νερά κατά ομάδες και συγγενεύει με το σαργό, το μελανούρι και το σκαθάρι: Tο κρέας του σπάρου είναι λιγότερο νόστιμο από του σαργού.
σπαράκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. σπάρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάρος 2 ο : ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, απρόθυμου για εργασία· σπαρίλας.
[ίσως < σπάρος 1]