Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάραχνο το [spáraxno] Ο41 : (συνήθ. πληθ., προφ.) τα αναπνευστικά όργανα των ψαριών· βράγχιο.
[εν. < μσν. σπάραγχνα (με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ) ίσως < συμφυρ. σπλάγχνα + ελνστ. βράγχια: σπλα-(β)ρα γ(χια)-χνα και ανομ. αποβ. του πρώτου υγρού]