Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάνιος -α -ο [spánios] Ε6 : 1. για πράγματα κτλ., που υπάρχουν σε μικρό αριθμό ή ποσότητα και γι΄ αυτό τα βρίσκουμε δύσκολα: Σπάνια βιβλία / νομίσματα / γραμματόσημα. Παλιές σπάνιες εκδόσεις. || για ζώα και φυτά που υπάρχουν σε μικρό αριθμό ή δεν υπάρχουν παντού παρά σε λίγους τόπους: Σπάνια ζώα. Σπάνια είδη φυτών. 2. για γεγονότα, φαινόμενα κτλ., που συμβαίνουν ελάχιστες φορές, που δεν παρουσιάζονται συχνά: Σε μια από τις σπάνιες συναντήσεις μας. Σπάνια, σποραδικά φαινόμενα. || Σπάνια ευκαιρία / περίπτωση. Σπάνιες ασθένειες. Σπάνιες λέξεις. Σπανιότερος τύπος λέξης. Σπάνιο λάθος. 3. που είναι εκλεκτός, εξαιρετικός: ~ φίλος / χαρακτήρας. Σπάνια ομορφιά. Σπάνιο ταλέντο.
σπάνια & (λόγ.) σπανίως ΕΠIΡΡ ελάχιστες, πολύ λίγες φορές. ANT συχνά, πολλές φορές: Γέρασε πια και ~ βγαίνει από το σπίτι του. Tον συναντώ πλέον όλο και πιο ~. H λέξη απαντάται σπανίως σε δημώδη κείμενα. Σπανίως, τα συμπτώματα υποχωρούν την πρώτη ημέρα της θεραπείας. [λόγ. < αρχ. σπάνιος, σπανίως]