Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάλα η [spála] Ο25α : το οστό της ωμοπλάτης σφαγίου. || κομμάτι κρέας από την ωμοπλάτη σφαγίου.
[μσν. σπάλα αντδ. < ιταλ. spalla < υστλατ. *spatula (δες σπάτουλα) < αρχ. σπάθη `πλατιά λάμα (σπαθιού κτλ.)΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάλαθο το [spálaθo] Ο41 : το φυτό ασπάλαθος.
[αρχ. σπάλαθος ὁ, ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]