Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάθα η [spáθa] Ο25 : μεγάλο σπαθί, μεγάλη σπάθη.
[αρχ. σπάθ(η) μεταπλ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθανθή τα [spaθanθí] & σπαδανθή τα [spaδanθí] & σπαδικανθή τα [spaδikanθí] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) κοινή επιστημονική ονομασία για μια μεγάλη ομάδα ποωδών φυτών και θάμνων, με βλαστούς ίσιους, ξυλώδεις ή αναρριχώμενους και με άνθη που σχηματίζουν στάχυ.
[λόγ.: σπαθανθή: σπάθ(η) + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής, μτφρδ. νλατ. spathiflorae (spathi- < αρχ. σπάθη, flor- (flos) `λουλούδι΄)· σπαδανθή: παρετυμ. ιταλ. spada < λατ. spatha < αρχ. σπάθη· σπαδικανθή: μτφρδ. νλατ. spadiciflorae < λατ. spadix < ελνστ. σπάδιξ `κομμένο κλαδί΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθασκία η [spaθaskía] Ο25 : άσκηση στο χειρισμό σπάθης και αγώνισμα οπλομαχίας με σπάθη· (πρβ. ξιφασκία).
[λόγ. σπάθ(η) + -ασκία κατά το ξιφασκία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθάτος -η -ο [spaθátos] Ε3 : (προφ.) 1. σπαθοφόρος. 2. (για πρόσ.) α. που είναι ψηλός και λεπτός: Σπαθάτο λυγερό κορμί. β. (ειδικότ., στη χαρτομαντική) καστανός: Σου πέφτει ένας ~, ενδιαφέρεται για σένα ή θα τον συναντήσεις.
[σπαθ(ί) -άτος]