Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπάζω [spázo] -ομαι στη σημ. 8 Ρ2.1 & σπάω [spáo] Ρ10.4α πρτ. έσπαγα, αόρ. έσπασα, απαρέμφ. σπάσει, μππ. σπασμένος* : 1. ασκώ επάνω σε στερεό αντικείμενο δύναμη (με απότομη κίνηση, χτύπημα κτλ.) και το χωρί ζω σε περισσότερα κομμάτια: Tράβηξε με δύναμη την κλωστή και την έσπα σε. Έπιασε το κλαδί με τα δυο χέρια του και το έσπασε στα δύο. Πέταξε μια πέτρα κι έσπασε το τζάμι. Ο αέρας έσπασε τα κλαριά. Tου ΄δωσε μια γροθιά και του ΄σπασε τα δόντια. Έπεσα κι έσπα σα το χέρι μου. Tο κεφά λι μου πάει να σπάσει, από έντονο πονοκέφαλο ή σπάνια από μεγάλο θόρυβο. (έκφρ.) σπάω κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. σπάω τα μούτρα* / το κεφάλι* / τα παΐδια* / τα πλευρά* κάποιου. 2. χωρί ζομαι σε κομμάτια κά τω από την επίδραση μιας βίαιης και απότομης δύναμης: Mου γλίστρησαν τα πιάτα από τα χέρια κι έσπασαν. H έκρηξη ήταν τόσο δυνατή που έσπασαν τα τζάμια. || για κύμα που διαλύεται στην ακτή με θόρυβο. || (για ετοιμόγεννη γυναίκα): Έσπασαν τα νερά*. 3. (οικ.) υποβάλλομαι ή υποβάλλω άλλον σε βαριά και εξαντλητική εργασία: Mε έσπασε στη δουλειά. Έσπασα στο διάβασμα. 4. λυγίζω, υποκύπτω κάτω από πίεση: Έσπασε στην ανάκριση και μίλησε. Έσπασε η απεργία. 5. (οικ.) α. για μετριασμό έντονης γεύσης ή έντονου χρώματος: Έβαλε λίγη ζάχα ρη στη σάλτσα, για να σπάσει η έντονη γεύση της ντομάτας / των μπαχα ρικών. Ένας άσπρος γιακάς έσπασε λίγο το μαύρο που κυριαρχούσε στο ντύσιμό της. β. μείω ση, ελάττωση: Έσπασε το κρύο / η κίνηση. Είναι τέλος καλοκαιριού κι έσπασαν οι τιμές στα ρούχα. 6. γερνώ γρήγορα ή απότομα: Έσπασε στο πρόσωπο τα τελευταία χρόνια. 7. (μτφ.) α. βά ζω τέλος σε μια κατάσταση ή διαδικασία· διακόπτω, σταματώ: ~ τη σιωπή. ~ τη συνήθεια / την παράδοση. β. καταργώ, ακυρώνω: ~ τη συμφωνία / το συμβόλαιο. || (αθλ.) ~ ρεκόρ, ξεπερνώ κάθε προηγούμενη επίδοση, σε ένα άθλημα, αγώνισμα κτλ. || H επιτυχία της ταινίας έσπασε κά θε προηγούμενο ρεκόρ, ξεπέρασε κά θε όριο. 8. (παθ., οικ.) εκνευρίζομαι, αγανακτώ: Σπάστηκα μ΄ αυτά που άκουσα. ΦΡ και εκφράσεις πήγε η καρδιά* μου να σπάσει. (μου) έσπασε η χολή* μου (από φόβο). κάποιος / κτ. μου σπάει τα νεύρα*. ~ τα μούτρα* μου. σπάω το κεφάλι* μου. του σπάω τον τσαμπουκά*. (για ταινία, θεατρικό έργο) σπάει τα ταμεία*. σπάζει ο πάγος*. έσπασε το τηλέφωνο* / έσπασαν τα τηλέφωνα. μου έσπασε τα αυτιά*. τα σπάσαμε: α. διασκεδάσαμε πολύ, γλεντήσαμε. β. για διάλυση συμφωνίας, σχέσεων κτλ. ~ κέφι, διασκεδάζω. σπάω πλάκα*. σπάει η μύτη* μου. έσπασε / θα σπάσει η γκίνια* / η γρουσουζιά. (προφ., λαϊκ.) σπάσε, φύγε αμέσως. μου την έσπασε / μου τη σπάει, με θυμώνει, με εκνευρίζει. έσπασε / σπάει ο διάολος* το ποδάρι του. ~ το φράγμα* του ήχου. ~ καπνό, μαζεύω.
[αρχ. σπ(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. σπασ-· αρχ. σπ(ῶ) μεταπλ. -άω]