Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούφρα η [súfra] Ο25α : 1. (προφ.) πτυχή ή πτύχωση. || η ρυτίδα. 2. (λαϊκ.) α. ο σφιγκτήρας του πρωκτού. β. εύνοια τύχης· τύχη: Έχει ~, έχει τύχη. γ. ΦΡ το ΄κανα ~, το σούφρωσα, το έκλεψα.
[μσν. σούφρα ίσως < υστλατ. *sup(p)la `γονυκλισία΄ < λατ. supplicare `ικετεύω΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουφραζέτα η [sufrazéta] Ο25α : (παρωχ., μειωτ.) φεμινίστρια: Οι πρώτες φεμινίστριες, οι σουφραζέτες όπως τις ονόμαζαν, διακρίνονταν για το μαχητικό αλλά και προκλητικό τρόπο διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.
[λόγ. < αγγλ. suffragett(e) -α ή μέσω του γαλλ. suffragette (ορθογρ. δαν.)]