Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούσουρο το [súsuro] Ο41 : α. θόρυβος από ψιθυρισμούς πολλών ατόμων: H πρότασή του προκάλεσε ~ στην αίθουσα, κανείς όμως δεν τόλμησε να ζητήσει το λόγο. β. το να λέγονται και να διαδίδονται πολλά, (συνήθ. σχόλια επικριτικά, πληροφορίες ανησυχητικές κτλ.) για πρόσωπο ή για γεγονός: Πολύ ~ έγινε για τους λόγους της παραίτησής του.
[βεν. ρ. sussùr(o) `φωνάζω, απειλώ΄ -ο (αναδρ. σχημ.) (ουσ. sussùro `ψίθυρος΄)]