Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούρα 1 η [súra] Ο25 : α. η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του· (πρβ. πτυχή, πιέτα): Οι σούρες της κουρτίνας. Φόρεμα με σούρες στη μέση. β. (συνήθ. και με περιληπτική σημ.): Φόρεμα με ~ στη μέση. σουρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. σούρα < σουρ(ώνω) 1 (αναδρ. σχημ.)· σούρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούρα 2 η : (λαϊκ., προφ.) α. κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού· μεθύσι: Παραπατούσε από τη ~ του. Kάναμε μια ~! β. (ως επίρρ.): Είμαι / γίνομαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ υπερβολικά· ΣYN ΦΡ είμαι σκνίπα* / τύφλα*. Tους βρήκα ~ στο μεθύσι, σε κατάσταση υπερβολικής μέθης, μεθυσμένους.

[σουρ(ώνω) 3 (αναδρ. σχημ.) ή από ανατολ. γλ. (πρβ. σανσκρ. surā `κρασί΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουράτα η [suráta] & σούρα 3 η [súra] Ο (άκλ.) : ειδική ονομασία των κεφαλαίων από τα οποία αποτελείται το Kοράνι: Οι σουράτα είναι καταταγμένες ανάλογα με την έκτασή τους, προηγούνται οι εκτενέστερες και ακολουθούν οι μικρότερες.

[λόγ. < αραβ. sūra, surat ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουραύλι το [surávli] Ο44 : ποιμενικό πνευστό μουσικό όργανο από καλάμι ή αναλόγου σχήματος μακρύ κούφιο κύλινδρο με επιστόμιο συνήθ. λοξά κομμένο.

[μσν. σουραύλιον ίσως < συμφυρ. αρχ. σῦρ(ιγξ) `φλογέρα΄ + αυλ(ός) -ιον ( [i] ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες