Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούπερ [súper] Ε (άκλ.) : συνήθ. στην εμπορική ή διαφημιστική γλώσσα, για να χαρακτηρίσουμε κτ. ως το καλύτερο, το τελειότερο, το μεγαλύτερο κτλ.: Tο νέο ~ αυτοκίνητο. || Bενζίνη ~ και ως ουσ. η σούπερ.
[λόγ. < αγγλ. super]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούπερμαν ο [súperman] Ο (άκλ.) : α. Σούπερμαν, ήρωας νεότερων αφηγημάτων και κόμικς με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ικανότητες. β. (προφ.) υπεράνθρωπος.
[λόγ. < αγγλ. superman]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουπερμάρκετ το [súpermárket] Ο (άκλ.) : μεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται λιανικώς ποικίλα είδη ευρείας κατανάλωσης (τρόφιμα, ρουχισμός, οικιακά σκεύη κτλ.). || καταχρηστικά, για διαφημιστικούς λόγους, και σε επιγραφές μικρών καταστημάτων.
[λόγ. < αγγλ. supermarket]