Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοφιστικός -ή -ό [sofistikós] Ε1 : I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους σοφιστές του 5ου π.X. αι.: Σοφιστική διδασκαλία / σχολή / σκέψη. 2. (ως ουσ.) η σοφιστική: α. η διδασκαλία, το σύνολο των απόψεων των σοφιστών του 5ου π.X. αι.: Στο πολιτικό περιβάλλον της αρχαίας Aθήνας, η ανάπτυξη της σοφιστικής ευνοήθηκε ιδιαίτερα. β. δεύτερη σοφιστική, ομάδα συγγραφέων επιδεικτικών λόγων και διδασκάλων ρητορικής του 2ου μ.X. αι., καθώς και το έργο τους και η εποχή τους. II. σκόπιμα εσφαλμένος για να προκαλέσει αμηχανία, να παραπλανήσει ή να εξαπατήσει: Σοφιστικό επιχείρημα / τέχνασμα. Σοφιστική απόδειξη.
[λόγ. < αρχ. σοφιστικός, ἡ σοφιστική]