Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοφέρ ο [sofér] Ο (άκλ.) οικ. πληθ. και σοφέρηδες και σοφεραίοι, λαϊκ. και τα σοφέρια θηλ. σοφερίνα [soferína] Ο26 : (προφ.) οδηγός αυτοκινήτου, συνήθ. ο επαγγελματίας.
σοφεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. chauffeur· σοφέρ -ίνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοφεράντζα η [soferándza] Ο25α : (προφ.) 1. ο επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτου, που, κατά τον ομιλητή, έχει μια κατώτερη κοινωνική θέση: Φώναζε κι έβριζε σαν ~. || (και με περιληπτική σημ.): Στο μαγαζί του σύχναζε η ~ της λαχαναγοράς. 2. έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης): Σε λίγους μήνες είχε γίνει σωστή ~ λες και είχε χρόνια στο τιμόνι.
[σοφέρ -άντζα]