Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοφάς ο [sofás] Ο1 : 1. είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ, συνήθ. χτιστού, για περισσότερα από ένα πρόσωπα· μιντέρι. 2. (σε παλιές ή παραδοσιακές κατοικίες) ιδιαίτερος χώρος στο εσωτερικό δωματίου με υπερυψωμένο δάπεδο, ο οποίος προορίζεται για κατάκλιση.
[τουρκ. sofa (από τα αραβ.) -ς]