Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουφρώνω [sufróno] Ρ1α μππ. σουφρωμένος : 1. μαζεύω, συμπτύσσω κτ. και το κάνω να αποκτήσει σούρες, ζάρες, πτυχές ή ρυτίδες: Σούφρωσε τα φρύδια του όλος θυμό. || συμπτύσσομαι και αποκτώ ζάρες, ρυτίδες: Kοίταζε με σουφρωμένα χείλια και βλέμμα όλο παράπονο. 2. (προφ.) κλέβω κτ., ξεφεύγοντας από την προσοχή άλλου· ξαφρίζω, τσεπώνω: Nόμιζε που δεν τον έβλεπαν και πήγε να σουφρώσει το βιβλίο. Mέσα στην πολυκοσμία κάποιος μου σούφρωσε το πορτοφόλι.
[σούφρ(α) -ώνω]