Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουφισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουφισμός ο [sufizmós] Ο17 : μυστική αίρεση των μουσουλμάνων, η οποία αποδέχεται και ασκεί το μοναχισμό: Ο ~ κατόρθωσε να συμφιλιώσει και να συνδυάσει τη μεταφυσική, το μυστικισμό και τον ισλαμισμό.

[λόγ. < γαλλ. soufisme < souf(i) = σουφ(ί) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες