Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουτάρισμα το [sutárizma] Ο49 : η ενέργεια του σουτάρω. 1. (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, το λάκτισμα της μπάλας προς το αντίπαλο τέρμα. β. στο μπάσκετ, το πέταγμα της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι. 2. (προφ.) α. βίαιη αποπομπή. β. πέταγμα άχρηστων πραγμάτων.
[σουτάρ(ω) -ισμα]