Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουσάμι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουσάμι το [susámi] Ο44 : τα μικρά ωοειδή σπέρματα της σουσαμιάς, με τα οποία πασπαλίζουν διάφορα αρτοσκευάσματα ή παρασκευάζουν γλυκίσματα (παστέλι ή χαλβά) και ταχίνι: Ένα ψωμί με μπόλικο ~. Kουλουράκι με / χωρίς ~. || το φυτό σουσαμιά.

[τουρκ. susam < αραβ. sisam κοινής προέλ. (σημιτ.) με το αρχ. σήσαμον, ελνστ. σησάμιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουσαμιά η [susamná] Ο24 : ποώδες φυτό που καλλιεργείται για τα μικρά ωοειδή σπέρματά του, τα οποία τα χρησιμοποιούν για να πασπαλίζουν αρτοσκευάσματα, να παρασκευάζουν γλυκίσματα (παστέλι και χαλβά).

[σουσάμ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες