Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρώνω 1 [suróno] Ρ1α μππ. σουρωμένος : α. (για κομμάτι ύφασμα, ένδυμα) συμπτύσσομαι, μαζεύω, κατά τη μία διάσταση, έτσι ώστε να σχηματίζω ακανόνιστες πτυχές· κάνω σούρες ή σούρα: Kαλύτερα να μη σουρώνουν πολύ οι κουρτίνες. β. συμπτύσσω, μαζεύω ένα κομμάτι ύφασμα, έτσι ώστε να κάνει πτυχές, σούρες: Mην το σουρώσεις πολύ το φόρεμα, γιατί θα σε παχαίνει. γ. για άνθρωπο που αποκτά πολλές ζάρες, ρυτίδες στην επιδερμίδα του, επειδή αδυνάτισε υπερβολικά· σουφρώνω, ζαρώνω: Σούρωσε το πρόσωπό της από την αδυναμία. Έγινε σαν σουρωμένη γριά.
[μσν. *σουρώνω (πρβ. σούρα 1) < σουρώνω 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρώνω 2, -ομαι Ρ1 : κάνω το υγρό υλικό, που περιέχεται σε ένα μείγμα ή σώμα, να περάσει από σουρωτήρι για να διαχωριστεί από ουσίες ή υλικά που είναι σε στερεά μορφή· (πρβ. στραγγίζω).
[μσν. *σουρώνω (πρβ. μσν. σούρωμα) < ελνστ. σειρ(ῶ) -ώνω `στραγγίζω, διηθώ΄ ( [i > u] από επίδρ. του [r] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρώνω 3 Ρ1α μππ. σουρωμένος : (λαϊκ.) α. μεθώ πολύ (πίνοντας οινοπνευματώδες ποτό)· γίνομαι σούρα (στο μεθύσι): Είχαν σουρώσει για τα καλά, αλλά συνέχιζαν να πίνουν. Mάλλον σουρωμένος θα ΄ναι για να παραπατά. β. κάνω κπ. να μεθύσει: Kέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, τον σούρωσαν.
[ίσως βεν. sur(o) `είδος φελλού΄ -ώνω ή σούρ(α) 2 -ώνω]