Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρτούκης ο [surtúkis] Ο11 θηλ. σουρτούκα [surtúka] Ο25α & σουρτούκω [surtúko] Ο37α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που γενι κά αποφεύγει την οικογενειακή ζωή και τις υποχρεώσεις της και συνηθί ζει να γυρίζει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας και αλητεύοντας: Tον ξεμυάλι σε μια σουρτούκα. Mωρή σουρτούκω, πού γύριζες όλη μέρα και δε μαγεί ρεψες;
[σουρτούκ(α) -ης· τουρκ. sürtük `γυρίστρα, ανήθικη γυναίκα΄ -α, -ω]