Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρτουκεύω [surtukévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους, εδώ κι εκεί ή οπουδήποτε, άσκοπα: Πού σουρτούκευες πάλι χτες τη νύχτα;
[σουρτούκ(ης) -εύω]