Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουρβιά η [survjá] Ο24 : φυλλοβόλο δέντρο ή θάμνος με στυφούς καρπούς, που χρησιμοποιούνται συνήθ. για την παρασκευή αφεψήματος, και με καλής ποιότητας σκληρό ξύλο.
[μσν. σουρβία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. sorb(us) -ία > -ιά ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]